ρικνός

ρικνός
-ή, -ό / ῥικνός, -ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, -εῑα, -ύ Α
ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, γεμάτος ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί
ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», Ησύχ.
β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
μουδιασμένος, μαζεμένος από το κρύο.
επίρρ...
ῥικνῶς
Α
φρ. «ῥικνῶς ἔχω» — είμαι γεμάτος ρυτίδες από τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίθ. ῥικνός και ῥοικός αποτελούν λ. τού καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας Ελληνικής, οι οποίες αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες και ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *wr-ei- «στρέφω, γυρίζω» (πρβλ. ῥαιβός) με ουρανικό ένθημα -κ-. Ο τ. ῥικνός εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας και επίθημα -νός (πρβλ. τραγα-νός), ενώ ο τ. ῥοικός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα και μπορεί να συνδεθεί με τ. όπως: λιθουαν. rāišas «κουτσός, παράλυτος», μέσ. αγγλ. wrāh «τρελός, πεισματάρης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥικνός — shrivelled with cold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥικνά — ῥικνός shrivelled with cold neut nom/voc/acc pl ῥικνά̱ , ῥικνός shrivelled with cold fem nom/voc/acc dual ῥικνά̱ , ῥικνός shrivelled with cold fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥικνῶν — ῥικνός shrivelled with cold fem gen pl ῥικνός shrivelled with cold masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥικνόν — ῥικνός shrivelled with cold masc acc sg ῥικνός shrivelled with cold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥικναί — ῥικνός shrivelled with cold fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥικνοτέρους — ῥικνός shrivelled with cold masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥικνοῖς — ῥικνός shrivelled with cold masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥικνοῖσι — ῥικνός shrivelled with cold masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥικνοῖσιν — ῥικνός shrivelled with cold masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥικνούς — ῥικνός shrivelled with cold masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”